δερμικός

δερμικός
-ή, -ό
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα (α. «δερμικός ιστός» β. «δερμικοί σχηματισμοί» — το σύνολο τών οργάνων —τρίχες, λέπια, νύχια κ.λπ.— που παράγονται από το δέρμα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • δερματογόνος — ο 1. όποιος παράγει δέρμα («δερματογόνος ιστός») 2. το ουδ. ως ουσ. δερματογόνο, το το εξωτερικό επίστρωμα τών κυττάρων τού αρχεφύτρου από τα οποία παράγεται ο δερμικός ιστός τών φυτών …   Dictionary of Greek

  • επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… …   Dictionary of Greek

  • ουροπυγιακός — ή, ο [ουροπύγιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ουροπύγιο 2. φρ. «ουροπυγιακός αδένας» ζωολ. ο δίλοβος δερμικός αδένας τών πτηνών που εκκρίνει μια λιπαρή ουσία με την οποία τα πουλιά αλείφουν τα φτερά τους για να τα αδιαβροχοποιήσουν …   Dictionary of Greek

  • τριδερμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τρία βλαστικά δέρματα, το ενδόδερμα, το μεσόδερμα και το εξώδερμα 2. φρ. «τριδερμικοί όγκοι» ονομασία τών εμβρυωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tridermic < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”